-
1 προσεδρεια
поэт. v. l. προσεδρία ἥ1) ведение осады, осада(τρυχόμενοι τῇ προσεδρείᾳ Thuc.)
2) заботливый уход Eur.
См. также в других словарях:
προσεδρεία — και ποιητ. τ. προσεδρία, ἡ, ΜΑ [προσεδρεύω] 1. το να κάθεται, το να παραμένει κανείς κοντά σε κάτι 2. πολιορκία, αποκλεισμός («οἱ Ἀθηναῑοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον οἱ πολλοί», Θουκ.) 3. διαρκής προσοχή, συνεχής προσπάθεια, μεγάλη επιμέλεια … Dictionary of Greek