Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(τρυχόμενοι τῇ προσεδρείᾳ

См. также в других словарях:

  • προσεδρεία — και ποιητ. τ. προσεδρία, ἡ, ΜΑ [προσεδρεύω] 1. το να κάθεται, το να παραμένει κανείς κοντά σε κάτι 2. πολιορκία, αποκλεισμός («οἱ Ἀθηναῑοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον οἱ πολλοί», Θουκ.) 3. διαρκής προσοχή, συνεχής προσπάθεια, μεγάλη επιμέλεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»